-
1 hece
συλλαβή -
2 syllabe
συλλαβή -
3 slabika
συλλαβή -
4 syllable
συλλαβή -
5 sylaba
συλλαβή -
6 zgłoska
συλλαβή -
7 слог
-
8 слог
слогм1. ἡ συλλαβή:последний \слог ἡ λήγουσα, ἡ τεχεϋταία συλλαβή· предпоследний \слог ἡ παραλήγουσα· читать по \слогам συλλαβίζω> διαβάζω συλλαβιστά·2. (стиль) τό ὕφος> τό στύλ. -
9 ударение
-я ουδ. (γραμμ.) ο τόνος•острое ударение η οξεία•
тупое ударение η βαρεία•
облечнное ударение η περισπωμένη•
слог под -ем τονιζόμενη συλλαβή•
слог без -я συλλαβή άτονη.
|| τονισμός•логическое ударение λογικός τονισμός.
|| μτφ. υπογράμμιση•делать ударение на чем, на что τονίζω κάτι.
-
10 безударный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > безударный
-
11 слог
η συλλαβήчитать по - ам συλλαβίζω, διαβάζω συλλαβιστάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > слог
-
12 слогообразующий
лингв. αυτός που σχηματίζει τη συλλαβή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > слогообразующий
-
13 ударный
1. физ. κρουστικός 2. (музыкальный инструмент) το κρουστό (μουσικό όργανο) 3. лингв. τονισμέν/οςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ударный
-
14 долгий
долг||ийприл1. μακρύς, μακρός:\долгийое молчание ἡ μακρά σιωπή· \долгийая жизнь ἡ μακρόχρονη ζωή· \долгийая зима ὁ μεγάλος χειμώνας· \долгийое время γιά πολύ καιρό, ἐπί πολύ·2. лингв.:\долгий гласный τό μακρόν φωνήεν \долгий слог ἡ μακρά συλλαβή· ◊ откладывать дело в \долгий ящик разг ἀναβάλλω κάποια ὑπόθεση ἐπ' ἀπειρον (или ἐπ' ἀόριστον)· это \долгийая песия разг εἶναι βαρετή ὑπόθεση. -
15 предпоследний
предпоследнийприл προτελευταίος:\предпоследний слог ἡ προτελευταία συλλαβή, ἡ παραλήγουσα. -
16 тонический
тоническ||ий Iприл τονικός, τονούμε-νος:\тоническийое ударение ὁ τόνος, ἡ τονιζόμε-νη συλλαβή.тоническ||ий IIприл мед τονωτικός, δυναμωτικός:\тоническийие средства τά τονωτικά φάρμακα -
17 частица
част||ицаж1. τό μόριο[ν], τό τμήμα:\частицаи́цы пыли τά μόρια τής σκόνης· в словах ее 6ι*πέ \частица правды στά λόγια του ὑπήρχε δόση ἀλήθειας·2. мн. физ. τά μόρια:заряженные \частицаи́цы τά φορτισμένα μόρια· элементарные \частицаи́цы τά στοιχειώδη μόρια·3. грам. τό μόριο[ν], ἡ συλλαβή. -
18 syllable
['siləbl](a word or part of a word usually containing a vowel sound: `Cheese' has one syllable, `but-ter' two and `mar-ga-rine' three.) συλλαβή- syllabic -
19 слог
[σλόκ] ουσ. α. συλλαβή -
20 слог
[σλόκ] ουσ α συλλαβή
- 1
- 2
См. также в других словарях:
συλλαβῇ — συλλαβή conception fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλαβή — conception fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλαβή — Φωνητική ενότητα που μπορεί να προφερθεί κατά τρόπο αυτόνομο και η οποία, μαζί με μία ή περισσότερες άλλες, συγκροτούν μια λέξη. Σύμφωνα με την παραδοσιακή γλωσσολογία, κάθε συλλαβή αποτελείται από μία ηχητική κορυφή ή φωνητικό σημείο, γύρω από… … Dictionary of Greek
συλλαβή — η μέρος της λέξης: Η λέξη «ώρα» αποτελείται από δύο συλλαβές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συλλάβῃ — συλλαμβάνω collect aor subj mp 2nd sg συλλαμβάνω collect aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλλαβή — συλλαβή , συλλαβή conception fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλαβαῖν — συλλαβή conception fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλαβαῖς — συλλαβή conception fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλαβαί — συλλαβή conception fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλαβᾶς — συλλαβή conception fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλαβῆς — συλλαβή conception fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)